- βραχύτατος
- βραχύςshortmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιγοστός — και ολιγοστός ή, ό (AM ὀλιγοστός ή, όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, ή, όν, Μ και λιγοστός, ή, όν) ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει… … Dictionary of Greek
ωλιγγήϊος — ηΐα, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγος, βραχύτατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλίγγη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ՏՐՈՒՊ — (տըրըպի, պաց.) NBH 2 0898 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 12c ա. ἑλάχιστος, ἑλαχιστότερος, βραχύς, βραχύτατος , μικρός minimus, pusillus, parvulus, exiguus ἕσχατος, ἑκτός ultimus, extremus ἤττος inferior εὑτελής… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)